- χειροδίκαιος
- -ον, Αο χειροδίκης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροδίκ-ης + κατάλ. -αιος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροδίκαιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek